ἐφυμνίοις — ἐφύμνιον burden neut dat pl ἐφυμνέω sing pres opt act 2nd sg (doric) ἐφυμνέω sing pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυμνίου — ἐφύμνιον burden neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυμνίων — ἐφύμνιον burden neut gen pl ἐφυμνέω sing pres part act masc nom sg (doric) ἐφυμνέω sing pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυμνίῳ — ἐφύμνιον burden neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύμνια — ἐφύμνιον burden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… … Dictionary of Greek
Хоровая поэзия — у древних греков. Хоровое начало в развитии поэзии является одним из существенных элементов так наз. первобытного поэтического синкретизма, т. е. сочетания ритмических, плясовых движений с музыкой и словом, причем руководящая роль выпадала на… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ακροτελεύτιο — το (Α ἀκροτελεύτιον) το περιοδικά επαναλαμβανόμενο μέρος άσματος, επωδός, «ρεφραίν» μσν. εφύμνιον, ακρόστιχον αρχ. το τελευταίο μέρος, η παρυφή κάθε πράγματος και κυρίως το τέλος ποιήματος ή στίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τελευτή] … Dictionary of Greek
ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… … Dictionary of Greek
ἐφυμνίωι — ἐφυμνίῳ , ἐφύμνιον burden neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)